- ανεκχώρητος
- -η, -οαυτός που δεν εκχωρήθηκε, δεν παραχωρήθηκε σ' άλλον: Τα κληρονομικά του δικαιώματα τα είχε αφήσει ανεκχώρητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεκχώρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθεί σε άλλον 2. (Νομ.) «ανεκχώρητοι απαιτήσεις» απαιτήσεις που δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθούν, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να είναι έγκυρη η εκχώρηση* … Dictionary of Greek
ԱՆՏԱՆԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0242 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 10c ա. ἁφόρητος importabilis Զոր չկարէ ոք տանել. իբր Անբառնալի առ ծանրութեան. *Անուրս ծանունս եւ անտանելիս. Նար. ՟Ի: Կամ intolerabilis, molestus Անբերելի, այսինքն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)